- μετασπώ
- μετασπῶ, -άω (Α)σύρω κάποιον από ένα μέρος σε άλλο («πειρᾷ μετασπᾱν, σκληρὰ μαλθακῶς λέγων», Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + σπῶ «τραβώ, σύρω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σπάω — σπῶ, άω, ΝΜΑ νεοελλ. βλ. σπάζω μσν. αρχ. 1. ανασπώ, βγάζω από τη θήκη (α. «ξίφος σπάσαντα», Ευρ. β. «φάσγανον σπάσας χερί», Ευρ.) 2. προκαλώ συστροφή ή σπασμό αρχ. 1. τραβώ προς το μέρος μου και αποσπώ, κόβω («σπασάμην ῥῶπάς τε λύγους τε», Ομ. Οδ … Dictionary of Greek